- περίστομος
- -ον, Α1. αυτός που έχει από παντού στόματα2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίστομον — περίστομος presenting a front all round masc/fem acc sg περίστομος presenting a front all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek